προσεκτικοί

προσεκτικοί
προσεκτικός
attentive
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • αλωπεκίδες ή λουλού — Έτσι ονομάζονται οι σκύλοι συντροφιάς, οι οποίοι όμως είναι και καλοί σκύλοι φύλαξης, επειδή είναι εξαιρετικά προσεκτικοί. Υπάρχουν διάφοροι τύποι, που όλοι χαρακτηρίζονται από ζωηρή και τρυφερή ιδιοσυγκρασία. Ιδιαίτερα γνωστό είναι το λουλού της …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • διακλάδωση — η 1. ο χωρισμός του δέντρου σε κλαδιά. 2. ο κλάδος, το μέρος που προκύπτει από το χωρισμό ενός συνόλου: Οι οδηγοί πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί στις διακλαδώσεις του δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”